εγκλίνω

εγκλίνω
μτβ. και αμτβ.
1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω.
2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι.
3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη τονικά στηρίζεται στην προηγούμενή της· π.χ. Ο άνθρωπός μας είναι στο σπίτι του).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… …   Dictionary of Greek

  • ἐγκλίνω — ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in aor subj act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in pres subj act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in pres ind act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμένα — ἐγκλίνω bend in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκλιμένᾱ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκλιμένᾱ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλικότα — ἐγκλίνω bend in perf part act neut nom/voc/acc pl ἐγκλίνω bend in perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμέναι — ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc pl ἐγκεκλιμένᾱͅ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμένον — ἐγκλίνω bend in perf part mp masc acc sg ἐγκλίνω bend in perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμένων — ἐγκλίνω bend in perf part mp fem gen pl ἐγκλίνω bend in perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλῖνον — ἐγκλίνω bend in pres part act masc voc sg ἐγκλίνω bend in pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκέκλικε — ἐγκλίνω bend in perf imperat act 2nd sg ἐγκλίνω bend in perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκέκλικεν — ἐγκλίνω bend in perf ind act 3rd sg ἐγκλίνω bend in plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”